συγκατάβαση

συγκατάβαση
η
1. καταδεκτικότητα, επιείκεια: Ο καθηγητής έβλεπε με συγκατάβαση τις αδυναμίες των μαθητών.
2. συγκατάθεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκατάβαση — η / συγκατάβασις, άσεως, ΝΜΑ [συγκαταβαίνω] 1. επιείκεια, ηπιότητα, συγκατάθεση 2. καταδεκτικότητα, ταπεινοφροσύνη 3. (για τον θεό) μακροθυμία αρχ. 1. κατάβαση, κάθοδος 2. προσφυγή για βοήθεια 3. συνεργασία 4. συμβιβασμός, παραχώρηση …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβατικός — ή, ό / συγκαταβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκατάβασις] 1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος 2. καταδεκτικός νεοελλ. αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»). επίρρ... συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και… …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • δα — (I) δᾱ (Α) επιφωνηματική λέξη στην τραγωδία, που εκφράζει τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για επιφωνηματική λ. με ευρεία χρήση στα χορικά τών Τραγικών. Κατ άλλους, ίσως είναι δωρικός τ. τής λ. γα (πρβλ. Δημήτηρ < Δᾱμᾱτηρ,… …   Dictionary of Greek

  • ευσυγκατάβατος — εὐσυγκατάβατος, ον (Μ) 1. αυτός που συγκαταβαίνει, που δείχνει καταδεκτικότητα και επιείκεια εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσυγκατάβατον η εύκολη συγκατάβαση («τὸ εὐσυγκατάβατόν σου τῆς εὐσεβείας», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ κατα… …   Dictionary of Greek

  • καταδέχομαι — (AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι) νεοελλ. μσν. δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας») μσν. επιτρέπω μσν. αρχ. 1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς… …   Dictionary of Greek

  • κατανοητικός — ή, ό (Α κατανοητικός, ή, όν) [κατανοώ] αυτός που αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, ο έξυπνος νεοελλ. αυτός που δείχνει συγκατάβαση, που καταλαβαίνει και σέβεται τα προβλήματα τού άλλου …   Dictionary of Greek

  • σιωπηρός — ή, ό / σιωπηρός, ά, όν, ΝΑ σιωπηλός νεοελλ. αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»). επίρρ... σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ με σιγή, σιωπηλά νεοελλ. χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η… …   Dictionary of Greek

  • συγκατάνευση — η, Ν [συγκατανεύω] συγκατάβαση, συναίνεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”